Η ελληνική παραδοσιακή μουσική

Το Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι -είτε είναι διατονικό ή χρωματικό, με συλλαβικές ή μελισματικές μελωδίες όταν τραγουδιέται είναι – είναι τροπικό (modal) στη δομή του και μονόφωνο. Οι μελωδίες του δηλαδή στηρίζονται σε διαφορετική αλληλουχία διαστημάτων από αυτήν του μείζονα – ελασσονα της δυτικής μουσικής και τραγουδιούνται και παίζονται  μονόφωνα (χωρίς αρμονική συνοδεία). Εξαίρεση αποτελούν ορισμένα τραγούδια της Βόρειας Ηπείρου που τραγουδιούνται πολυφωνικά, χωρίς αργανική συνοδεία (διάστημα δευτέρας, τετάρτης ή πέμπτης, με ισοκράτηση – ίσο-  στη χαμηλότερη φωνή). Όπως επίσης ορισμένα νεωτέρα λαϊκά τραγούδια, σο μείζονα ή Ελασσόνα τρόπο, που τραγουδιούνται και παίζονται απλά εναρμονισμένα (Επτανησιακή καντάδα, Αθηναϊκή καντάδα κλπ).

 

 

Ρυθμικά το δημοτικό τραγούδι διαιρείται σε: μελωδίες περιοδικού ρυθμικού τύπου και μελωδίες ελεύθερου ρυθμικού τύπου. Οι πρώτες χαρακτηρίζονται από την περιοδική επανάληψη ενός ορισμένου ρυθμικού σχήματος, π.χ. όλες οι χορευτικές μελωδίες, ενώ οι δεύτερες χαρακτηρίζονται από την ελεύθερη (όχι περιοδική) ροή των διάφορων ρυθμικών σχημάτων, όπως τα τραγούδια της τάβλα κ.α. Στις μελωδίες περιοδικού ρυθμικού τύπου συναντάμε απλούς δίσημους, τρίσημους κλπ (2/4, 3/4 κλπ), καθώς και άλογους ρυθμούς ή ρυθμούς ακσάκ, όπως έχει επικρατήσει να λέγονται (5/8, 7/8, 9/8 κλπ aksak = κουτσός).

Η Ελληνική δημοτική μελωδία τραγουδιέται και παίζεται στη φυσική κλίμακα και όχι τη συγκερασμένη κλίμακα της Δυτικής μουσικής.

 

Ιδιόφωνα: Ζίλια (κύμβαλα), τρίγωνα, μασά , κουτάλια, μικρά ποτηράκια κρασιού, κουδούνια, παλαμάκια, στράκες κ.α.

Μεμβρανόφωνα: Νταούλι, τουμπί (είδος μικρού νταουλιού), τουμπελέκι, μεγάλα και μικρά ντέφια κλπ.

Αερόφωνα: Φλογέρα, σουραύλι, ζουρνά (ή πίπιζα ή καραμούζα), τσαμπούνα, γκάϊντα, και στα νεωτέρα χρόνια το κλαρίνο.

Χορδόφωνα: Ταμπουρά, λαγούτο (λαούτο), αχλαδόσχημη λύρα (που συναντάμε σήμερα στα νησιά και στη βόρεια Ελλάδα), φιαλόσχημη λύρα (ή κεμεντζέ των Ελλήνων του Ποντου), κανονάκι, σαντούρι και βιολί.

 

 

Τα πιο γνωστά, πανελλήνια, οργανικά συγκροτήματα είναι: η “ζυγιά” (από το ζυγός, δύο όργανα) 1 ή 2  ζουρνάδες και νταούλι, που συναντάμε στην ηπειρωτική Ελλάδα, τη νησιώτικη ζυγιά με βιολί και λαγούτο, και η κομπανία κλαρίνο, βιολί, λαγούτο και σαντούρι, που σιγά-σιγά αντικαθιστά τα ζυγιά ζουρνά – νταούλι. 

Αναφέρουμε επίσης τις ζυγιές αχλαδόσχημη λύρα και νταχαρές (μεγάλο ντέφι) και γκάϊντα και τουμπελέκι, που συναντάμε στη Βόρεια Ελλάδα. Τη νησιώτικη ζυγιά τσαμπουνά και τουμπί και τη σχετικά νεότερη ζύγια: αχλαδόσχημη λύρα και λαγούτο της Κρήτης και ορισμένων νησιών των Δωδεκανήσων.

 

 

Οι ελληνικοί χοροί, που συνοδεύονται άλλοτε απ’το τραγούδι και άλλοτε από τα διάφορα λαϊκά όργανα διαιρούνται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τους πηδηχτούς και τους συρτούς. Οι πρώτοι διακρίνονται για το αυστηρό μαζί και λεβέντικο χαρακτήρα τους και χορεύονται κυρίως από τους άνδρες, ενώ οι δεύτεροι -οι  συρτοί- περισσότερο λυρικοί και ήρεμοι στην κίνηση τους, χορεύονται πολύ και από τις γυναίκες. Μια τρίτη κατηγορία αποτελείται από χορούς σύνθετους, πηδηχτούς και συρτούς μαζί. Ανάλογα με τον αριθμό των χορευτών και τον τρόπο με τον οποίο χορεύονται, έχουμε: χορούς ομαδικούς, που είναι συνήθως κυκλικοί, όπως π.χ. ο καλαματιανός, χορούς αντικριστούς που χορεύονται από ένα ζευγάρι χορευτών (ο ένας απέναντι στον άλλον) π.χ. ο νησιώτικος μπάλος, και χορούς για ένα μόνο χορευτή, όπως π.χ. ο χορός με του δρεπανιού στην Κύπρο κ.α.

 

 

Το συγκεκριμένο κείμενο έχει γραφτεί από τον Φοίβο Ανωγειανάκη και περιέχεται στο δίσκο βινυλίου “Ελληνική Δημοτική Μουσική” (Μουσική από τη Μακεδονία – Θράκη -Κυκλάδες – Πελοπόννησο – Δωδεκάνησα – Μικρά Ασία και Στερεά / Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα)

Share this Article