Γράφει η Σούλα Τόσκα-Κάμπα
Το καθαρότερο νερό
της γης είναι το δάκρυ
γιατ’ είν’ απόσταγμα ψυχής
στων αμαθιών την άκρη.
Ξεχωριστή θέση στα παραδοσιακά μας δημοτικά τραγούδια, έχουν και τα Μοιρολόγια, μια που ο άνθρωπος δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου κι έτσι την απώλεια του δικού του ανθρώπου, την αντιμετωπίζει με οδύνη και σπαραγμό, μια που οι άνθρωποι φτάνουν κάποτε στον ύστατο αποχαιρετισμό της ζωής, με το θάνατο.
«Σαν αποφάσισες να πας, να μην ξαναγυρίσεις
άνοιξε τα ματάκια σου, να μ’ αποχαιρετίσεις.»
«Το στεναγμό μου αντίλαλε μην επαναλαμβάνεις,
γιατί μου σφάζεις την καρδιά μ’ αυτό το Αχ! που βγάζεις.»
Ο θάνατος είναι η μεγάλη πίκρα, πίκρα που ούτε ο χρόνος δεν τη γιατρεύει και μόνο η μνήμη την απαλύνει. Είναι για τους πρωτοσυγγενήδες, φίλους, γειτόνους, γνωστούς, που με τη συμπαράστασή τους, δείχνουν την αγάπη και την αλληλεγγύη που υπήρχε μεταξύ τους. Η έκφραση του πόνου μπροστά στο θάνατο δημιουργεί αυθόρμητα, αυτοσχέδια, ειλικρινή και γεμάτα συναισθήματα, τα μοιρολόγια. Δημιουργήματα απλών και πονεμένων ανθρώπων, σε προσωπικές εξομολογήσεις. Εκφράζονται με αγανάκτηση, αγάπη, πόνο, απορία, αναμνήσεις, συμβουλές, παράπονα για το χάρο, ευχές για καλό ταξίδι.
«Του χωρισμού μας τη πληγή, ποιος θα τηνε γιατρέψει,
που δεν υπάρχει φάρμακο, να σταματά τη σκέψη.»
«Είν’ η ζωή μια αστραπή, που ώσπου ν’ ανάψει σβήνει,
στη λάμψη λιγοστές χαρές, αν θα προλάβει, αφήνει.»
Θεωρούνται από τα γνησιότερα και πλουσιότερα σε περιεχόμενο συναισθημάτων, απ’ όλη τη νεοελληνική δημοτική μας ποίηση.
Την αναγγελία του θανάτου, οι χωριανοί τη μαθαίνουν από το λυπητερό χτύπημα της καμπάνας. Στο άκουσμά της, σταματούν τη δουλειά, μα οργώνουν, μα σπέρνουν ή θερίζουν, θα κάνουν το σταυρό τους τρεις φορές λέγοντας: «Θεός σχωρέστον».
Ο θλιμμένος ήχος γεμίζει τις ψυχές τους πόνο, ανταλλάσσουν αγκαλιές, προσπαθώντας ο ένας να παρηγορήσει ή να δώσει κουράγιο στον άλλον.
Οι γυναίκες, μαυροντυμένες, κρατώντας λουλούδια κι ένα κερί, πηγαίνουν στο σπίτι του νεκρού, ανάβουν το κερί στην είσοδο, τοποθετούν τα λουλούδια στο σώμα του και όλοι μαζί κάθονται για το ξενύχτημά του. Μοιρολογούν, συζητούν και συντροφεύουν τους συγγενείς, ενώ στην πόρτα υπάρχει ένα μαύρο πανί, που πολλές φορές κρεμούν και στις κουρτίνες. Συχνά, τα μαύρα αυτά πανιά (ένδειξη πένθους) παραμένουν μέχρι και ένα χρόνο.
Αν ο άνθρωπος που έχει φύγει από τη ζωή είναι νιος, ανύπαντρος, θα του βάλουν νυφοστέφανο, το ντύνουν γαμπρό ή νύφη, δίνουν ευχές, εύχονται καλή αντάμωση και γενικά μιλούν γύρω από τα προτερήματά του.
«Άνοιξε αητέ μου τα φτερά, τ’ ανεμοτσακισμένα,
άνοιξε τα ματάκια σου, γη πάρε με κι εμένα»
«Μεγάλος είν’ ο πόνος μου, απ’ το βουνό πιο πάνω
δεν έχει η γέρμη μου καρδιά, τόπο να τονε εβάνω»
Οι ηλικιωμένοι, συνήθως, ετοιμάζουν μόνοι τους τα ρούχα της αναχώρησης, του αγύριστου αυτού ταξιδιού! «Τ’ ακούς, λένε στα παιδιά τους, έτσι και πεθάνω, εκεί στο τάδε σεντούκι, έχω τα ρούχα που θα μου βάλετε. Δε λέω, παιδάκι μ’, πρέπει όλοι να είμαστε έτοιμοι, σα θα μας καλέσει ο Θεός».
Τον άνθρωπο θα τον ξενυχτήσουν ως την επόμενη μέρα της ταφής, μοιρολογώντας, πίνοντας καφέδες, κάνοντας διάφορες συζητήσεις. Οι άντρες, συνήθως, κάθονται στο διπλανό δωμάτιο, φοράνε μαύρο πουκάμισο και για σαράντα μέρες μένουν αξύριστοι. Η ταφή γίνεται συνήθως προς το μεσημέρι.
Επιστρέφουν όλοι στο σπίτι, τους συνοδεύει απαραίτητα ο παπάς, που θεωρείται και ο κύριος παρηγορητής για τους συγγενείς. Μοιρολογούν, σε περιπτώσεις που ασχολούνται με διάφορες δουλειές, όπως στα χωράφια, στο πλέξιμο, τον αργαλειό κ.α. Αυτοσχεδιάζουν ανακαλώντας το άτομο που έφυγε από τη ζωή, ρωτώντας το πώς περνάει, πότε θα ‘ρθει, «τα Ανακαλήματα», όπως λέγονται.
«Σ’ όλο τον κόσμο σύννεφα, σ’ όλο τον κόσμο βρέχει,
και στη δική μου την αυλή, έπεσ’ αστροπελέκι»
«Ό,τι γεννιέται θα χαθεί, ό,τι άναψε θα σβήσει,
και πάντα την Ανατολή, την περιμένει η Δύση»
«Άφτω, ανάβω και κεντώ, θυμούμαι και λυπούμαι
του κόσμου τα πουλιά θωρώ, μα το δικό μου πού ‘ναι;»
Τα μοιρολόγια λέγονται σε αργό και θλιμμένο σκοπό, με ενδιάμεσους αναστεναγμούς:
«Αχ, πικρός καημός», «αχ τι «χλίψη», «να μην είχα γεννηθεί», κ.α.
«Φεύγεις και πού μ’ αφήνεις, έρμη στους πέντε δρόμους
πώς να παλέψω στη ζωή βλαστέ μου, τις φοβερές φουρτούνες σύντροφέ μου».
Ο Κ.Π. Καβάφης, σε κριτικό του σημείωμα για το βιβλίο του Ν.Γ. Πολίτου «Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού», αναφέρει: «Την σειρά των Μοιρολογιών επίσης θα την ήθελα με περισσότερα άσματα. Απ’ όλη μας τη δημοτική ποίησι τα μοιρολόγια μ’ ελκύουν πιότερο. Στη συγκίνησί των αφίνονται κ’ η υπερβολή του θρήνου των είναι έτσι όπως την ζητεί η ψυχή μου στο θάνατο εμπρός τέτοιον καϋμό θέλω».
Η Σούλα Τόσκα – Κάμπα γεννήθηκε στην Κυψέλη Άρτας. Τελείωσε τη Δημοσιογραφική Σχολή “Όμηρος”. Έμαθε χορούς στο Λύκειο Ελληνίδων, παρακολούθησε μαθήματα μουσικής κοντά στο Σίμωνα Καρά και μετείχε στο συγκρότημα λαϊκών χορών της Δώρας Στράτου.
Είναι υπάλληλος της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Ασχολείται με τη λαογραφική έρευνα, τη μελέτη της παράδοσης και ειδικότερα με τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς.
Βιβλία της: “Λαογραφικά Αργιθέας Θεσσαλικών Αγράφων” (1981), “Νησιώτικοι παραδοσιακοί χοροί” (1991), “Παραδοσιακοί χοροί της Ηπείρου, Θεσσαλίας, Στερεάς, Αττικής, Εύβοιας, Πελοποννήσου” (1996), “Παραδοσιακοί χοροί Μακεδονίας, Θράκης, Μ. Ασίας, Πόντου” (1999), εκδόσεις Φιλιππότη. Ο τρίτος αυτός τόμος, που το 2001 τιμήθηκε με το βραβείο “ΙΠΕΚΤΣΙ”, συμπληρώνει την τριλογία για τους χορούς του ελληνικού χώρου, στην ευρύτερη έννοιά του. Εργασίες της έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό “Λαογραφία” καθώς και σε άλλα περιοδικά και εφημερίδες.
Ανακοινώσεις της γύρω από λαογραφικά θέματα, κυρίως για τους παραδοσιακούς χορούς, έγιναν σε διάφορα συνέδρια.
Είναι μέλος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, του Συλλόγου προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής, καθώς και της Ελληνικής Εταιρείας Λαογραφικής Μουσειολογίας.