Στάθης Κουκουλάρης – Ο βιολιστής της Νάξου και του Αιγαίου

Ο Στάθης Κουκουλάρης είναι ένας από τους σπουδαιότερους μουσικούς του βιολιού στην δημοτική μας μουσική και ειδικότερα αυτής του Αιγαίου Πελάγους. Γεννημένος το 1945 στον Κυνίδαρο της Νάξου έχει διαγράψει πολύ σημαντική διαδρομή στη μουσική και έχει μεγάλο έργο στη δισκογραφία, το οποίο απαριθμεί περί τα 5 χιλιάδες τραγούδια. Ξεκίνησε να παίζει βιολί σε ηλικία 13 ετών και όταν λίγο αργότερα μετακινήθηκε στην Αθήνα, φοίτησε στο Ωδείο Αθηνών με δασκάλους τον Ιωσήφ και την Ελένη Μπουστίντουι, από την Ισπανία. Το 1968 ταξίδεψε για την Αυστραλία, όπου παρέμεινε οικογενειακώς μέχρι το 1976. Νωρίτερα, υπήρξε βασικός συνεργάτης του Σίμωνα Καρρά, στις ραδιοφωνικές του εκπομπές και της Άννας Καραμπεσίνη στη δισκογραφία της. Συνεργάστηκε με τους περισσότερους νησιώτες τραγουδιστές και ηχογράφησε τρεις προσωπικούς δίσκους: «Ιστορία της Ελληνικής Μουσικής: βιολί», «Από τη Μικρασία στο Αιγαίο» και «Το νησί μου θα θυμάμαι».

 

Τα πρώτα του χρόνια στη μουσική

Ξεκίνησα να παίζω βιολί επαγγελματικά στα 13 μου χρόνια, στον Κυνίδαρο της Νάξου, από όπου κατάγεται η οικογένειά μου. Οι Κονιτοπουλαίοι ήταν ξαδέρφια με τη μάνα μου. Ο πατέρας του Γιώργου Κονιτόπουλου, Μιχάλης («Μωρό») ήταν πρώτος ξάδερφος της μητέρας μου και οι παππούδες μας ήταν αδέρφια, ωστόσο εκτός από αυτή τη συγγένεια, από πουθενά αλλού δεν έχω μουσικές ρίζες.

Ξεκίνησα να παίζω βιολί όταν μου πρωτόδειξε ο Σταμάτης Μπαρδάνης από την Απείρανθο Νάξου. Από εκεί πρωτοξεκίνησα όταν μου έδειξε τρία – τέσσερα κομμάτια. Πολίτικα, Αρτεμώνα, Αμοργιανό και Μπάλο. Μετά όμως αναγκάστηκα να έρθω στην Αθήνα και συνέχισα, γιατί τότε μου ζητούσε 300 δραχμές το κάθε κομμάτι, όταν το μεροκάματο ήταν μόλις 20 δραχμές. Κι εγώ ήμουν πιτσιρικάς, 13 χρονών. Μου έδινε χαρτζιλίκι ο πατέρας μου. Έμαθα, λοιπόν, αυτά τα τρία – τέσσερα κομμάτια κι επειδή καταλάβαινα τους δρόμους άρχισα να παίζω με ό,τι είχα στο μυαλό μου.

Δεν πήγαινα ακόμη στα πανηγύρια, αλλά συμμετείχα σε ό,τι γινόταν στο χωριό. Τότε τα «ονόματα» ήταν οι Κονιτοπουλαίοι και κάτι ανίψια τους, τα «Θεουδάκια». Το ψευδώνυμο βγήκε από τον αδερφό του Μιχάλη Κονιτόπουλου, τον Κώστα. Κάποτε με έναν φίλο του ήταν μεθυσμένοι και του λέει «Εγώ θα είμαι ο Θεός κι εσύ θα είσαι ο διάολος…». Έτσι του ‘μεινε το προσωνύμιο «Του Θεού» και το παρατσούκλι στα παιδιά του «Θεουδάκια». Τρεις γιους είχε και οι τρεις μουσικοί. Ο Γιώργος, ο Λεωνίδας και ο Ιάκωβος, που έπαιζε λαούτο. Οι άλλοι δύο παίζανε βιολί. Αυτοί, λοιπόν, ήταν τότε στο χωριό. Ο Κονιτόπουλος και κάποιοι άλλοι που όμως δεν ήταν στο ίδιο επίπεδο.

 

Τα παλιά πανηγύρια στη Νάξο

Τα πανηγύρια μας γινόντουσαν όποτε υπήρχε κάποια γιορτή ή γάμος. Αρχικά το σχήμα είχε δύο άτομα. Τα περισσότερα άτομα τα καθιέρωσα εγώ. Έπαιρνα κι άλλο τραγουδιστή ή εάν υπήρχε κάποιο άλλο όργανο. Τότε οι δουλειές ήταν δύσκολες και δεν έβγαινε με ένα όργανο να «βαράει» μόνο του όλη τη νύχτα. Ήταν πολύ κουραστικό. Έτσι υπήρχε ανάγκη για επιπλέον μουσικούς.

Ο κόσμος είχε μεγάλη συμμετοχή, αφού δεν είχε και που αλλού να πάει. Δεν υπήρχαν τηλεόραση ή ραδιόφωνο για τη διασκέδασή του. Υπήρχε μεγαλύτερη προσέλευση από ό,τι στις μέρες μας. Ο κόσμος πήγαινε στο πανηγύρι ακόμη κι αν χρειαζόταν να διανύσει μία διαδρομή δύο ώρες δρόμου με τα πόδια. Από χωριό σε χωριό. Τα πανηγύρια ξεκίναγαν το απόγευμα, με το που έπεφτε ο ήλιος και πήγαιναν ως πολύ αργά.

Τραγουδιστές ήταν τότε αυτοί που έπαιζαν λαούτο, δεν υπήρχαν μεμονωμένοι. Τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα. Από τους καλύτερους που τραγουδούσαν εκείνον τον καιρό στα χωριά μας στη Νάξο ήταν ο λεγόμενος «Πέπος». Εγώ δεν τον πρόλαβα, αλλά οι παλιότεροι τον παραδεχόντουσαν ως τον καλύτερο τραγουδιστή στο νησί.

Αυτά τα παλιά τα έπαιζαν όλοι. Θερμιώτικο, Αρτεμώνα, Μπάλο, Συλιβριανό, Αμοργιανό, Γιαλίτισσα και άλλα ανάλογα από το κλασικό παραδοσιακό ρεπερτόριο. Καμιά φορά έφερναν και κανένα «ξενόφερτο». Αν, δηλαδή, έβγαινε κάτι που το έπαιζαν σε όλη την Ελλάδα. Για παράδειγμα, τραγούδια του Παπασιδέρη ή της Ρόζας (σ.σ. Εσκενάζυ), έφερναν και κανένα από αυτά.

 

Η ελληνική δημοτική μουσική

Όταν μιλάμε για δημοτικό τραγούδι είναι μπροστά το κλαρίνο, αλλά όταν είναι για νησιώτικο είναι το βιολί. Ανάλογα το είδος. Έχει και μέρη σε στεριανά τραγούδια που τον πρώτο λόγο τον έχει το βιολί, όπως στα τραγούδια των Σαρακατσαναίων. Εγώ έχω δουλέψει με όλους.

Από ακούσματα μάθαινα τα στεριανά τραγούδια, από τον έναν στον άλλο. Έπρεπε να είσαι γνώστης ενός μεγάλου ρεπερτορίου. Τώρα μάλιστα μπορώ να πω ότι είναι πιο μεγάλες οι απαιτήσεις, γιατί ο κόσμος έχει μάθει αλλιώς, με τις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα. Τότε πολύ σπάνια χρειαζόταν να παίξεις ένα ζεϊμπέκικο σε ένα πανηγύρι, για παράδειγμα. Τώρα είναι σχεδόν απαραίτητο. Θα παίξεις και μία ώρα λαϊκό πρόγραμμα. Δεν νομίζω πως έχει αλλοιωθεί από αυτό το παραδοσιακό τραγούδι. Τα τραγούδια τα αλλοιώνουν οι άσχετοι που βγαίνουν στη δουλειά και τα παραποιούν. Μπορεί τώρα να πας σε μέρη και να ακούσεις ένα τραγούδι σε διαφορετικές εκτελέσεις. Τότε επειδή δεν υπήρχαν τα μαγνητόφωνα άλλος το ‘πιανε έτσι ή αλλιώς, με προσθαφαιρέσεις. Σε κάθε νησί μπορεί να άκουγες κι άλλη εκδοχή. Δεν θα έβρισκες ποτέ την ίδια. Ο λόγος είναι ό,τι μπορούσε κανείς να «κλέψει» μόνο με το αυτί. Γι’ αυτό υπήρχε και η διαφορά.

 

 


Πηγή
Το κείμενο είναι απόσπασμα από συνέντευξη που έδωσε ο Στάθης Κουκουλάρης στον Σωτήρη Μπέκα, για το περιοδικό “Όασις”. Τη συνέντευξη επιμελήθηκε η Μαριάννα Παπάκη.

Share this Article