Γράφει ο Σωτήρης Μπέκας
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 κι ενώ μετρούσαν ήδη πάνω από 4 δεκαετίες δραστηριότητας, το Γαλλικό Εργαστήριο για τις Γλώσσες και τους Πολιτισμούς στις Προφορικές Παραδόσεις του C.N.R.S. (Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας Παρισιού) αποφασίζει να στείλει μια ομάδα ανθρώπων του στο Ζαγόρι της Ηπείρου, σε μια αποστολή ηχογράφησης που απέδωσε την πρώτη επίσημη (γιατί ανεπίσημες υπήρχαν ήδη) δισκογραφική καταγραφή για τα “Τακούτσια”, ένα συγκρότημα που κυριαρχούσε στην περιοχή και αποτελούνταν από μέλη της οικογένειας Καψάλη, κυρίως.
Μάλιστα, όπως μαθαίνουμε από τις πολύτιμες σημειώσεις του δίσκου που τιτλοφορήθηκε ως “Takoutsia, Musiciens de Zagori – Gréce – Épire” αυτή έτυχε να είναι και η τελευταία δημόσια εμφάνιση για τα Τακούτσια, καθώς ο Ζούλης Καψάλης είχε ήδη αποχωρήσει – αλλά στο δίσκο παίζει στο τραγούδι “Όταν ανθίσουν τα κλαριά”, και οι δύο άλλοι βετεράνοι, Κώστας Καψάλης και Σπύρος Καψάλης, έπαιζαν πλέον σπάνια. Αντίθετα, ήταν απολύτως ενεργός ο Γρηγόρης Καψάλης, αρκετά νεότερος από τα υπόλοιπα μέλη, και ο οποίος είχε ήδη διαγράψει σημαντική πορεία, όμως τη δεκαετία του ’80 αναγνωρίζονταν, πλέον, καθολικά ως ένας κορυφαίος μουσικός του Ζαγορίου. Στις μέρες μας, και σε προχωρημένη ηλικία (95 ετών αισίως…) ο Γρηγόρης Καψάλης είναι -δικαίως- μια ιστορική μουσική προσωπικότητα, που γνωρίζουμε με βεβαιότητα πως σφράγισε με το παίξιμο και το έργο του το συγκεκριμένο ρεπερτόριο.

Για πολλούς λόγους, λοιπόν, ο δίσκος “Takoutsia, Musiciens de Zagori – Gréce – Épire” είναι μια πολύ σημαντική καταγραφή, την οποία ανέλαβε υπό τη διεύθυνσή του ο σπουδαίος Γαλλοεβραίος εθνομουσικολόγος Simha Arom, του οποίου το μακροχρόνιο και εκτενές έργο είναι παγκοσμίως γνωστό για την εστίαση στις μουσικές παραδόσεις της Κεντρικής Αφρικής. Από την επιλογή του επί κεφαλής αντιλαμβάνεται κανείς το πόσο πολύ εκτιμούσε τη συγκεκριμένη εργασία το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας Παρισιού.
Όχι άδικα… Οι Καψάληδες και συγκεκριμένα τα Τακούτσια, που ως σχήμα ιδρύθηκε πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από τους Κώστα, Σπύρο και Ζούλη Καψάλη, διέσωσαν και διέδωσαν επί χρόνια ένα ιδιαίτερα ευρύ ρεπερτόριο, ενώ στον καιρό τους θεωρούνταν (και ήταν) οι θεματοφύλακες της μουσικής παράδοσης του Ζαγορίου.
Πολύ χαρακτηριστική και ενδεικτική είναι η αφήγηση του ίδιου του Γρηγόρη Καψάλη για τα Τακούτσια, την οποία εμπιστεύτηκε το 2013 στο περιοδικό “Μετρονόμο” και τον υπογράφων το παρόν κείμενο.
«Με τα Τακούτσια, δούλεψα κοντά στα 25 χρόνια, μέχρι που σταμάτησαν. Τα Τακούτσια είναι κατά κυριολεξία τα παιδιά του Τάκη. Τρία αδέρφια κι ένας ξάδερφος. Καψάληδες όλοι. Μακρινή η συγγένειά μας, αλλά συμπεριλήφθηκα κι εγώ. Από εκεί κατατοπίστηκα ως προς τη συμπεριφορά στη μουσική ερμηνεία. Αλλιώς ‘θέλαν εδώ στα μέρη μας, αλλιώς τα είχα φέρει εγώ από το Αγρίνιο. Μου έλεγαν οι παλιοί τότε «όταν είμαστε πάνω στο πατάρι, είμαστε επί σκηνής. Μπροστά τα μάτια, όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα σε εμάς». Δεν μας επέτρεπαν χειρονομίες. Είχαμε ένα μαντήλι καθαρό, και το κλαρίνο πάνω στο πανταλόνι και το παίξιμό μας εδώ, ψηλά. Τους αναγνωρίζω ότι ήταν δάσκαλοι, στα θέματα συμπεριφοράς. Σε μία περίσταση, όπως παίζαμε σε ένα γάμο, χόρευαν τα νιόγαμπρα στο μεσοχώρι και μου λέει ο Κώστας με το βιολί «Τι παίξιμο είναι αυτό που κάνεις;». Τις σόλες απ’ τα παπούτσια γλεντάς; Σήκωσε μωρέ το κλαρίνο απάνω και παίξτο εδώ, επάνω». Εμένα μου ‘ρχονταν ντροπή. Που να σηκώσω το κλαρίνο; «Κι άμα έρθει κανένας κοντά, βάλτου και το κλαρίνο στα αυτί», συνέχισε αυτός. Εγώ, δεν ήξερα αυτές τις νοοτροπίες, μου ήταν περίεργο. Έμαθα όμως. Εκεί δείχτηκε δουλειά. Τόση παιδεία είχαν οι άνθρωποι…»
Η ηχογράφηση “Takoutsia, Musiciens de Zagori – Gréce – Épire” παρουσιάζει τρεις κατηγορίες από τη μουσική παράδοση της Ηπείρου, το Μοιρολόι, τα χορευτικά και τα τραγούδια του ποτού. Τα Τακούτσια χαρίζουν εδώ υψηλού επιπέδου ερμηνείες, όμως αυτή που ξεχωρίζει είναι το Μοιρολόι. Με αυτή την ηχογράφηση “ανοίγει” ο δίσκος, παρότι θα περίμενε κανείς το αντίθετο, λόγω του μουσικού ύφους. Η παράδοση της Ηπείρου δίνει την εξήγηση σε αυτή την επιλογή, διότι κάθε σημαντική εκδήλωση στη “γη της πεντατονίας” ανοίγει με ένα Μοιρολόι προς τιμήν των όσων δεν είναι πια εν ζωή, αλλά και εν προκειμένω διότι σε ένα Μοιρολόι μπορεί να φανεί και να απλωθεί καλύτερα η δεξιοτεχνία και η δημιουργικότητα ενός μουσικού, αυτού του ρεπερτορίου.
Και πράγματι, στα 22 λεπτά και 55 δευτερόλεπτα (!) μιας απολαυστικής ηχογράφησης, ο ακροατής γίνεται κοινωνός ενός μουσικού αριστουργήματος, που περιλαμβάνει -φυσικά- έντονα το στοιχεία του αυτοσχεδιασμού, όχι φύρδην μίγδην, αλλά σε ρόλο αφηγητή του δράματος και της μουσικής κάθαρσης. Το συγεκριμένα μουσικό κομμάτι αποτελεί “δώρο” για όποιον θέλει να πάρει μια καλή δόση ηπειρώτικης μουσικής φρασεολογίας και μουσικής έκφρασης. Και όπως κάθε αριστουργηματική έκφανση Τέχνης, κάθε φορά που το ακούει κανείς, διανύει και διαφορετικά επίπεδα προσωπικής συγκίνησης…