Τάσος Χαλκιάς – Η κορυφή της Ηπείρου

Γεννήθηκε στη Γρανιτσοπούλα Ιωαννίνων το 1914. Μέλος της οικογένειας των Χαλκιάδων με ιστορία 150 χρόνων, ο Τάσος Χαλκιάς μεγάλωσε στο Δεσποτικό, της Ηπείρου, σε ένα σπίτι όπου η μουσική δεν σταματούσε ποτέ.

Ήταν μικρός ακόμη, μόλις τελείωνε το Δημοτικό, όταν πέρασε από το σπίτι του ένας τσιγγάνος. «Είχε ένα κλαρίνο βαμμένο, με κάτι πίσσες επάνω, σχισμένο και με τα κλειδιά γυαλισμένα με γυαλόχαρτο».

Η μητέρα του έδωσε μετά από μεγάλη πίεση του γιού της «έξι γίδια για το πάρει». Και ο τσιγγάνος «μας έδωσε ένα παλιοκλάρινο, που δεν έλεγε τίποτε». Αυτή ήταν η αρχή για τον νεαρό μουσικό Ηπειρώτη. « -Ήταν το παιχνίδι μου- » λέει ο Τάσος Χαλκιάς. -Και κάτι περισσότερο, Ήτανε ο ερωτάς μου. Το είχα αγκαλιά. Παραμάσχαλα. Έπαιζα χωρίς να παίζω».

 

 

Ώσπου άρχισε να παίρνει μαθήματα από τον ξάδερφό του τον Μάνθο και τον αδερφό του Μήτσο Χαλκιά. Στα 17 του, κατάλαβε ότι μπορεί να «δουλεύει» καλά το κλαρίνο και έτσι άρχισε να εμφανίζεται με τα αδέρφια του. Εποχή που σχημάτισαν με τα αδέρφια του, τον Μήτσο, τον Φώτη, και τον Κυριάκο το συγκρότημα «Τα μαύρα πουλιά». 

Δεκαετία του ’50 πια και ο Τάσος Χαλκάς ηχογραφεί, πρώτη φορά, στην «Κολούμπια». Ακολούθησαν ηχογραφήσεις για το Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών και ύστερα τα ταξίδια στο εξωτερικό. Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Νέα Υόρκη.

Εκεί συνέβη και το γνωστό πια περιστατικό με τον Μπένι Γκούτμαν. Ήταν στο κέντρο «Αλί Μπαμπά» στη Νέα Υόρκη που δούλευε το 1962, εκεί πήγε ο μεγάλος Αμερικάνος τζαζίστας για να γνωρίσει από κοντά το μουσικό που μπορούσε να του παίξει ένα μοιρολόι για τις ανάγκες της ταινίας «Αντί» του Ρίτσαρντ Σεραφιάν. «Να παίξω είπα – λέει ο ίδιος ο Χαλκιάς-. Αλλά επειδή με πληροφόρησαν πόσο μεγάλος μουσικός ήταν ο άνθρωπος αυτός, πήγα πρώτα στο μπαρ κι έσφιξα δυο – τρία ουίσκι». Ανέβηκα στο πάλκο πήρα το κλαρίνο, και έπαιξα το μοιρολόι της ξενιτιάς. Μόλις τελείωσα το μοιρολόι, ήρθε κοντά, ανέβηκε στο πάλκο και με ρώτησε: «διαβάζεις νότες; Δεν διαβάζω κύριε του απάντησα. « Και περνάς στο όργανο αυτό τόσα πράγματα; Αν ήμουν εγώ, χωρίς να διαβάζω, δεν θα τα κατάφερνα ποτέ». Μου λέει. 

 

 

Ανήσυχος όπως ήταν το ’66, ίδρυσε τη δισκογραφική εταιρία «Σπέσιαλ Μιούζικ» που είχε μια δεκάχρονη δραστηριότητα.

Ως συνθέτης έγραψε πολλά τραγούδια, από τα πιο γνωστά ο «Ηπειρώτικος Γάμος», το «Δεν μπορώ μανούλα δεν μπορώ», το «Βορειοηπειρώτικο μοιρολόι», το «Μη με κοιτάς που γέρασα» κ.ά. Συνεργάστηκε επίσης με τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Χρήστο Λεοντή, με το Θέατρο Τέχνης, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και συμμετείχε σε πολλά φεστιβάλ του εξωτερικού. 

Ο Τάσος Χαλκιάς ο πιο εκφραστικός σολίστ, συνθέτης και στιχουργός έφυγε με ένα παράπονο. Ότι ποτέ δεν αναγνώρισε την αξία του η Πολιτεία. «Του έλεγαν ότι έπρεπε να ήταν συνθέτης κλασικής μουσικής, και αγνοούσαν ότι ήταν συνθέτης της παραδοσιακής μουσικής με μεγάλες επιτυχίες, αλλά και ως μουσικός ένας από τους κορυφαίους εκφραστές της. Από τις καλύτερες στιγμές του, θυμάται ο γιός του Λάκης Χαλκιάς, ήταν όταν έκανε το μνημόσυνο, για τους χαμένους και αγαπημένους συναδέλφους του μουσικούς που έφυγαν και κανείς δεν τους είχε μνημονεύσει. Είχε συγκινηθεί πάρα πολύ, γιατί αυτή την μέρα είχαν έρθει πάρα πολύ μουσικοί, όπως και δικοί του συνάδελφοι λαϊκοί οργανοπαίχτες, πολλοί πνευματικοί άνθρωποι, αλλά και πολλοί φίλοι. Και μου είπε: Γιέ μου σήμερα ήταν η καλύτερη κηδεία που θα μπορούσαν να μου κάνουν. Γιατί είδα όλους τους παλιούς μου φίλους. Και να πεθάνω πια δεν με νοιάζει, δεν έχει και τόση σημασία. Με αναγνώρισαν αυτοί…».

 

Πηγές
www.wikipedia.org
www.lakischalkias.com

Share this Article