Από τον Σωτήρη Μπέκα
Ο Σάββας Σιάτρας είναι μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της ελληνικής δημοτικής μουσικής, με τεράστια προσφορά ειδικότερα στο Ηπειρώτικο τραγούδι, το οποία υπηρετεί ως ερμηνευτής επί 6 δεκαετίες. Γνήσιο τέκνο της «γης της πεντατονίας», κατάγεται από την Καρίτσα, που βρίσκεται σε μία ευρύτερη περιοχή με μεγάλη παράδοση λαϊκών, πρακτικών οργανοπαιχτών, λίγο έξω από τα Γιάννενα. Η Καρίτσα εκτός από γενέθλιος τόπος για τον Σάββα Σιάτρα, έγινε και αυτός της ζύμωσης με ήθη και έθιμα, που τον επηρέασαν καθοριστικά και διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του. Το φυσικό του ταλέντο τον οδήγησε σε μια πολύ πλούσια επαγγελματική πορεία, τον ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου, και -δικαίως- τυγχάνει της καθολικής αναγνώρισης για το έργο και την αφοσίωσή του στη δημοτική μουσική.
Οι σημαντικές στιγμές της ζωής και της επαγγελματικής του πορείας είναι πάρα πολλές. Πριν από λίγες ημέρες, ωστόσο, και συγκεκριμένα στις 19 Αυγούστου, συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από ένα ορόσημο της προσωπική του ζωής, το οποίο δεν παραλείπει να ξεχωρίζει. Και με το δίκιο του. Πρόκειται για την ημερομηνία του γάμου του με την κ. Χρυσούλα Σαμαρά, από τη Δερβιτσάνη Δερόπολης, ο οποίος αποτέλεσε υπόδειγμα για την ευλαβική τήρηση όλου του τελετουργικού με τα ήθη και τα έθιμα, κατά την παράδοση της Ηπείρου.
Στην πραγματικότητα, ο Σάββας Σιάτρας πιστός στην προσωπική του στάση, θέλησε να καταστήσει μια τόσο προσωπική στιγμή, σε διαχρονικό παράδειγμα και να δώσει την ευκαιρία να καταγραφεί το τελετουρικό που ήταν συνδεδεμένο με τον Ηπειρώτικο γάμο, καθώς και να κοινωνήσει ο ίδιος και η σύζυγός του την ατμόσφαιρα αυτών των εθίμων.
Δεν πρόκειται απλώς για ένα πολύ προσωπικό γεγονός στη ζωή δύο ανθρώπων (19 Αυγούστου 1984), αλλά για μια κοινωνική εκδήλωση, η οποία ακόμη μνημονεύεται ως ένα σπουδαίο γεγονός, συγκέντρωσε χιλιάδες κόσμου, την αφρόκρεμα της Ηπειρώτικης μουσικής και καλύφθηκε με πολυπηθές τηλεοπτικό συνεργείο, για λογαριασμό της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης.
Ο ίδιος ο Σάββας Σιάτρας διηγείται στο folkradio.gr τα όσα συνέβησαν εκείνες τις ημέρες “Θυμάμαι, τις πρώτες μέρες, γυναίκες ζυμώναν, ενώ έριχναν νερό με το χαλκό, και άλλες με άσπρα μαντήλια, καθισμένες στα σκαμνιά τραγουδούσαν. “Παίξτε τα χέρια σας, ζυμώστε καλά” τις προέτρεπε η μάνα μου, ενώ η συγκίνηση υπήρχε έντονη στην ατμόσφαιρα. Ο κόσμος της υπαίθρου φιλοσοφούσε τα πράγματα τόσο ωραία, και ό,τι έλεγαν είχε σοφία.
Έφεραν τα κανίσια που είχαν κουλούρι σε ένα μεγάλο ταψί φτιαγμένο, από καλό και καθαρό ψωμί. Με αυτό καλούσαμε τους συγγενείς, τους χωριανούς ή και γειτόνους σε άλλα χωριά. Ήταν σαν προσκλητήριο του γάμου.
Την Τρίτη, έπιαναν τα προζύμια, την Τετάρτη ζύμωναν και φούρνιζαν, και την Πέμπτη γινόταν αυτό το κάλεσμα και μάλιστα πρωί – πρωί για να βρουν τους ανθρώπους στα σπίτια τους. Έφερναν το κανίσι σε μια ψάθινη κανίστρα όπου έβαζαν μέσα τη μπουγάτσα, κρασί, ρακί και αρκετό κομμάτι από κρέας. Επιτετραμμένος για τη διαδικασία, ήταν ο κελαρτζής, αυτός δηλαδή που ήταν στο κελάρι, σαν ένας σημερινός σεφ. Αυτός όριζε το πως θα φύγουν και πως θα σερβιριστούν τα φαγητά, τα κρασιά, το ρακί. Οι τομάτες και τα αγγουράκια ήταν τότε είδος πολυτελείας.
Εν τω μεταξύ, αυτό ήταν το τελετουργικό μέχρι το Σάββατο. Την Κυριακή το πρωί όταν τελείωνε η θεία λειτουργία, η εκκλησία, τα όργανα, δηλαδή οι μουσικοί θα έρχονταν έξω στο δρόμο, στο σοκάκι. Έπαιζαν μια ωραία πατινάδα ορχηστρική, και έβγαιναν οι βλάμηδες για να τους προϋπαντήσουν. Συνεχίζοντας να παίζουν, έμπαιναν στο σπίτι της οικογένειας που πάντρευε το παιδί της, και το συγκρότημα των μουσικών έπαιρνε περίοπτη θέση, ώστε να βλέπουν τον κόσμο, αλλά και ο κόσμος να έχει επικοινωνία με το συγκρότημα.
Ο βασικός μεζές κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης ήταν το τσίπουρο με το τυρί, και κάπως έτσι άρχιζε το τραγούδι σιγά – σιγά “Σε τούτο σπίτι -γιε μου- που ήρθαμε, πέτρα να μην ραγίσει, κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει. Να του προκόψουν τα παιδιά και σ’ άλλα να χαρούμε”.
Εκεί που άρχιζαν τα όργανα οι μουσικοί, να κι ο ιερέας του χωριού με τον πρόεδρο της κοινότητας, που ερχόταν να ευχηθούν κι αυτοί. Σιγά – σιγά κατέφθανε κι ο υπόλοιπος κόσμος, παρέες – παρέες. Ήταν η ώρα να έρθουν τα στολίδια της νύφης και να ειδοποιηθεί ο κουμπάρος για το μεσημεριανό τραπέζι. Ακόμη ένα μικρό γλέντι στήνονταν στο σπίτι του κουμπάρου, ο οποίος είχε το γενικό πρόσταγμα και αργότερα στο γάμο.
Ξεκινούσε μετά το ψίκι, δηλαδή η γαμήλια πομπή και μπροστά ήταν ο σχαριάρης, ο κομιστής των ευχάριστων νέων, για να πάνε όλοι στο σπίτι της νύφης. Κι όταν αντάμωναν οι συγγενείς από τις δύο οικογένειες, γινόταν έναν ολόθερμο καλωσόρισμα. Ετοίμαζαν και κερνούσαν τον γαμπρό αυγά με ζάχαρη, για να τον γλυκάνουν. Η νύφη ήταν ακόμη στο δωμάτιο της όπου τραγουδούσαν για χάρη της οι φίλες ή οι ξαδέλφες της. Όταν ξεκινούσε το ψίκι του γαμπρού προς το δρόμο για το σπίτι της νύφης, το πρώτο δρομικό τραγούδι ήταν η “Ποταμιά”, και μετά ακολουθούσε το “Πήγαινα το δρόμο – δρόμο κούμπλο, χάιδω” Όταν το τραγούδι λέει “βρίσκω μια μηλιά στο δρόμο” αυτό που εννοείται στην πραγματικότητα είναι η νύφη. Καθώς πλησίαζε η πομπή στο σπίτι, τραγουδούσαν το “Ξύπνα Περδικομάτα μου, κι ήρθα στο μαχαλά σου, χρυσά στολίδια σου ‘φερα να βάλεις στα μαλλιά σου”.
Στο γάμο μου, είχα όμως και τους καλύτερους μουσικούς και τραγουδιστές, από την Ήπειρο. Στο τραγούδι οι Στυλιανός Μπέλλος, Αλέκος Κιτσάκης, Δημήτρης Βάγιας, Χρήστος Φωτίου, Αλέκος Κώστας, Γιώργος Κούρτης, Λευτέρης Κωνσταντίνου, Κώστας Τζίμας. Έπαιξαν οι μουσικοί Ναπολέων Δήμος (κλαρίνο), Μανώλης Μπάλλας (λαούτο), Βαγγέλης Γκόγκος (βιολί), Μάνθος Σταυρόπουλος (ντέφι)“
ΥΓ Όλες οι φωτογραφίες προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του Σάββα Σιάτρα
Παρακαλουθήστε το ντοκιμαντέρ για το γάμο του Σάββα Σιάτρα και της Χρυσούλας Σαμαρά.