Γιώργος Αρβανίτης – Το Ταξίδι του Άσκαυλου

Συνέντευξη στον Σωτήρη Μπέκα

Ένα μουσικό όργανο, που βγαίνει από τα σπλάχνα μιας πολύ παλιάς μουσικής παράδοσης. ‘Ένα ταξίδι που έδειχνε να έχει κοπάσει. Να έχουν σβήσει τα ίχνη του. “Το Ταξίδι του Άσκαυλου” του Γιώργου Αρβανίτη, ξεσκεπάζει την ιστορία ενός μουσικού οργάνου που το μελωδικό του νήμα χάνεται στα βάθη των αιώνων και περιβάλλεται από μυστήρια. Σε μια άλλη διάσταση, ωστόσο, συντελεί ώστε οι κυκλωτικοί χοροί του να ξαναρχίσουν και στρέφει το φακό της έρευνας στη σύγχρονη αναβίωση, ακόμη και στο αστικό περιβάλλον. Ο “Άσκαυλος” είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι στο χωροχρόνο της Ελληνικής ιστορίας και ο δημιουργός του, Γιώργος Αρβανίτης μας εξηγεί την πορεία του.

Ποιο ήταν το κίνητρο και το ταξίδι του “Άσκαυλου;
Όταν ξεκίνησα το ντοκιμαντέρ έψαχνα ένα πρότζεκτ για το κινηματογραφικό μου ντεμπούτο. Στη Σχολή του Κινηματογράφου άντλησα έμπνευση από διάφορες προσωπικότητες, όπως ο Τζον Κασσαβέτης, που ήταν πιονέρος του ανεξάρτητου κινηματογράφου στην Αμερική. Δούλευε με κάμερες χειρός και με φίλους του ηθοποιούς, ενώ είχε βάλει υποθήκη ακόμη και το σπίτι του, προκειμένου να κάνει τις ταινίες, που αυτός πίστευε ότι τον εκφράζουν. Παρόμοια, ήμουν εμπνευσμένος και από προσωπικότητες του ντοκιμαντέρ, όπως τον Albert Maysles, τον Don A. Pennebaker, τον Werner Herzog. Αυτό που με εντυπωσίαζε στα ντοκιμαντέρ είναι ότι βρίσκεσαι ξαφνικά σε μία διαφορετική γωνιά της γης, και έχεις την ευκαιρία να γνωρίσεις κάτι καινούργιο. Έναν πολιτισμό, μία κοινότητα ή ένα θέμα εντελώς καινούργιο. Έτσι μου αποκαλύφθηκε αυτός ο κόσμος με την ιστορία του “Άσκαυλου” (την εισαγωγή στον οποίο έκανε ο καλός φίλος μου και μουσικός, Γιάννης Πανταζής). Ήταν μια ιστορία άγνωστη αυτή που διαδραματίζονταν μπροστά μου και την οποία δεν είχα ξαναδεί, ένα κομμάτι της Ελλάδας το οποίο δεν γνώριζα. Η τσαμπούνα σαν όργανο δεν είναι ένα πολύ διαδεδομένο στην Ελλάδα, παρά μόνο τοπικά. Με εντυπωσίασε η φύση του οργάνου, που είναι τόσο πρωτόγονο, τόσο όμοιο όπως πριν από χιλιάδες χρόνια. Θα μπορούσε να είναι το ίδιο όργανο που είχε αναφέρει ο Αριστοφάνης ως “Φυσαλίς”. Αυτή η αρχαία φύση του οργάνου, και το ότι ακόμη οι τσαμπουνιέρηδες παίζουν το όργανο με παρόμοιο τρόπο, όπως και πριν από χιλιάδες χρόνια, καθώς και η διονυσιακή φύση του γλεντιού με την κυκλικότητα στο χορό, η επικοινωνία ανάμεσα στους τσαμπουνιέρηδες και αυτούς που χορεύουν, ή αυτούς που σκαρφίζονται μία μαντινάδα, όλο αυτό το σκηνικό ήταν για μένα ένα τεράστιο κίνητρο. Ήταν ίσως και πεπρωμένο να είμαι εκεί, το ένιωσα σαν χρέος να παραλάβω και να παραδώσω. Διότι έχουμε και χρέος απέναντι στις επόμενες γενιές να καταγράψουμε. Νομίζω πως αυτός είναι ο ρόλος των κινηματογραφιστών που ασχολούνται με το ντοκιμαντέρ. Να καταγράψουν το τί γίνεται στην εποχή τους και να το παραδώσουν.

Ποια θεωρείς πως είναι τα βασικότερα ευρήματα της ταινίας;
Καταρχάς γνώρισα μαγευτικούς και αληθινούς ανθρώπους. Αυτό το συγκαταλέγω σε μια ευτυχή συγκυρία. Το να έχω, δηλαδή, την ευκαιρία να κάνω καταγραφές και να γνωρίσω αυτούς τους ηλικιωμένους τσαμπουνιέρηδες, που ήρθαν από τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και κάθε γωνιά της Ελλάδας, όπου παίζεται το όργανο αυτό, ως τσαμπούνα ή γκάιντα. Κι επίσης το να γνωρίσω αυτή την παράδοση, η οποία μου ήταν άγνωστη. Το ότι τα νησιά ενώνονται μέσω αυτών των τραγουδιών, αλλά και η ιδιαιτερότητα κάθε νησιού στο τρόπο που παίζεται η τσαμπούνα, το γλέντι και πως εξελίσσεται, νιώθω τυχερός που γνώρισα αυτή την παράδοση. Είμαι ευγνώμων, για τα ταξίδια που έκανα. Σε μέρη όπως η Νάξος και τα ορεινά σημεία της, η Σαντορίνη που διατηρεί ακόμη πολλές γωνιές με μυστικιστική ατμόσφαιρα. Εκεί υπάρχει η παράδοση ακόμη, αλλά είναι θαμμένη κάτω από το τουριστικό πέπλο. Όπως και στην Ικαρία, βέβαια, με την απίστευτη παράδοση και τους ανθρώπους. Όλο το Αιγαίο, από άκρη σε άκρη, είναι σαν ένα ατελείωτο γλέντι μέσα στο καράβι, όπως στην ταινία. 

Επίσης, κατά τη διάρκεια των λήψεων που κράτησαν 10 χρόνια, είχαμε την ευκαιρία να καταγράψουμε στιγμές που ήταν μαγικές και αργότερα στο μοντάζ με τον Χρόνη (Θεοχάρη) τις αποκαλούσαμε “θεϊκή επίδραση”. Όπως για παράδειγμα στη Νάξο όταν καταγράφαμε έναν αρχαίο ναό της Δήμητρας, που ήταν αγροτικό μνημείο, και εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε στον ορίζοντα μια καταιγίδα με κεραυνούς και αστραπές. Κατά τον μύθο, η Νάξος είναι το νησί όπου ο Δίας βρήκε καταφύγιο στα παιδικά του χρόνια για να προστατευτεί από τους Τιτάνες. Οπότε υπάρχει αυτή η ατμόσφαιρα, του μυστηρίου. Σε μία από τις πρώτες σκηνές της ταινίας, όταν παίζει τσαμπούνα ο Γιάννης (Πανταζής) πριν πάμε στη σπηλιά του Ζα, καθώς έκανε έναν αυτοσχεδιασμό, πέφτει ένα σύννεφο και μας σκιάζει όλο το πλάνο, προοδευτικά. Ήταν μια πολύ συναισθηματικά φορτισμένη στιγμή για τον Γιάννη ο οποίος τελειώνοντας τον αυτοσχεδιασμό έμοιαζε ζαλισμένος. Βλέποντας το στο μοντάζ χαριτολογώντας σκεφτήκαμε ότι μπορεί να είναι ο ίδιος ο Δίας (Ζας) που βγήκε να δει ποιος παίζει, μιας και είμασταν μπροστά στην σπηλιά του. 

Το είδαμε αργότερα στο μοντάζ και ήταν σαν να είναι ο ίδιος ο Δίας. Υπήρχαν πολλά τέτοια περιστατικά που είχαν τη χροιά του μεταφυσικού, σαν σημάδια. Προσπαθήσαμε να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις λεπτομέρειες, σαν μικρές, αλλά καθοριστικές πινελιές. Δεν θέλαμε να υπερτονίσουμε τις αναφορές στην αρχαία εποχή, για να μην γίνουμε γραφικοί, ωστόσο αυτές υπάρχουν διακριτικά μέσα στο ντοκιμαντέρ.

Ποιες ήταν οι σημαντικότερες προκλήσεις που προέκυψαν στα γυρίσματα;
Οι δυσκολίες είχαν να κάνουν με τη χρηματοδότηση. Είμαι πολύ περήφανος για το ότι το ολοκληρώθηκε αυτό το ντοκιμαντέρ. Στην αρχή, ήμουν ιδεαλιστής, καθώς ήταν και η πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία, με ένα ιδιαίτερο θέμα, και νόμιζα πως κάποιος θα αναλάβει τη χρηματοδότηση, οπωσδήποτε. Υποτίμησα τη διαδικασία εξεύρεσης οικονομικών πόρων και το χρονοδιάγραμμα, ή τη διαδικασία του μοντάζ, καθώς και το που πας την ταινία, αργότερα. Το μόνο που είχα στο νου μου ήταν το πως θα ξεκινήσω την ταινία και το έκανα μόνος μου, επηρεασμένος από τον Κασσαβέτη. Το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ έγινε με πολύ χαμηλό προϋπολογισμό, διότι η χρηματοδότηση έγινε με δικούς μου πόρους. Όταν ολοκληρώθηκε κατατέθηκε και υποστηρίχτηκε από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου στο πρόγραμμα ολοκληρωμένης ταινίας. Βέβαια, είχαμε και το ρόλο του να διασώσουμε μια παράδοση. Αυτό ήθελα αν κάνω και όχι μια απλή καταγραφή. Γι’ αυτό το πήγα ένα βήμα παρακάτω, σχετικά με το πως αυτή η παράδοση εισχωρεί στη σύγχρονη μουσική σκηνή. Θα ήθελα να αναφέρω πως δεν ήμουν ο μόνος υπεύθυνος για την ολοκλήρωση της ταινίας, αλλά και άλλοι συνεργάτες μου, ειδικά ο Χρόνης Θεοχάρης, ο οποίος είναι ένας πολύ έμπειρος μοντέρ, που υπηρετεί με πολύ πάθος το ελληνικό ντοκιμαντέρ, και έχει συντελέσει καθοριστικά στο νέο κύμα κινηματογραφιστών. Χωρίς αυτόν δεν θα είχα κάνει την ταινία. Δεν αρκούν οι καταγραφές, έχει σημασία και η ιστορία. Έμαθα πάρα πολλά από τον Χρόνη και τον συγκαταλέγω ως ένα από τους μέντορες μου, ειδικά για το δημιουργικό μοντάζ. Μετά από συζητήσεις και δικές του υποδείξεις έκανα και επιπλέον γυρίσματα. Ειδικά στο κομμάτι της σύνδεσης με τη σύγχρονη μουσική σκηνή και στο τέλος με τη συγκέντρωση όλων των μουσικών στο Φιλοπάππου, όπου βλέπουμε το πως έχει συντελεστεί η αναβίωση και όλα τα νέα παιδιά παίζουν μουσική και χορεύουν σε ένα αστικό περιβάλλον. 

Το ταξίδι του Άσκαυλου θα συνεχιστεί;
Πιστεύω ότι το ταξίδι δεν τελειώνει. Ξεκίνησε από τους αρχαίους χρόνους και συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Συνεχίζεται γιατί αυτό είναι ένα ηχόχρωμα που δεν πρέπει να εκλείψει στην ελληνική παράδοση, γιατί διατηρείται αυτούσιο από πολύ παλιά. Πιστεύω ότι δένει πλέον με τη σύγχρονη μουσική σκηνή και εμπνέει και νέα παιδιά να το χρησιμοποιήσουν. Διαπιστώνω πως υπάρχει μεγάλος ενθουσιασμός για την τσαμπούνα. Το ταξίδι σίγουρα συνεχίζεται!

Ποιο ήταν το πιο προσωπικό κίνητρο σε αυτή τη δουλειά;
Αυτό που με ώθησε να κάνω αυτή την ταινία είναι το προσωπικό πάθος να αναδείξω αυτήν την προσπάθεια αναβίωσης, αλλά και το πάθος που υπάρχει στους ίδιους τους πρωταγωνιστές, τους χαρακτήρες του ντοκιμαντέρ, το πόσο πολύ ήθελαν αυτή την αναβίωση. Με αγκάλιασαν σαν οικογένεια τους, δεν μπορούσα να τους απογοητεύσω. Κι έτσι θέλω να συνεχίσω ώστε να εξερευνήσω τα όρια μου σαν άνθρωπος αλλά και σαν κινηματογραφιστής. Γι’ αυτό με ενδιαφέρουν και οι ανθρώπινες ιστορίες με οικουμενικό νόημα.

Γιώργος Αρβανίτης
Ο Γιώργος Αρβανίτης γεννήθηκε το 1978. Αφού σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στη Λάρισα, παρακολούθησε σεμινάρια του Wim Wenders και του Fatih Akin στο Πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών του Αμβούργου. Απέκτησε πολύτιμη εμπειρία κατά τη διάρκεια της πρακτικής του άσκησης στη σκηνοθεσία δίπλα στον Fatih Akin στην ταινία “Head On”. Έχει εργαστεί σε ταινίες μικρού μήκους ως βοηθός σκηνοθέτη και έχει γράψει, σκηνοθετήσει και κάνει παραγωγή σε ταινίες μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ μικρού μήκους. “Το Ταξίδι του Άσκαυλου” είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία ντοκιμαντέρ. Αυτή η ανεξάρτητη παραγωγή χρειάστηκε δέκα χρόνια για να ολοκληρωθεί και είναι εξ ολοκλήρου αυτοχρηματοδοτούμενη.

Πληροφορίες ταινίας

https://thejourneyofaskavlos.com/

“Το Ταξίδι τους Άσκαυλου” στο Vimeo 
https://shorturl.at/glzKV

Σκηνοθεσία: Γιώργος Αρβανίτης
Σενάριο: Γιώργος Αρβανίτης
Διεύθυνση φωτογραφίας: Ζωή Δαλαΐνα, Μάρκους Χάαζερ
Μοντάζ: Χρόνης Θεοχάρης
Ήχος: Söhnke Strohhark, Θοδωρής Μπαμπούρης, Βασίλης Αθανασσάς, Αναστάσιος Καραδέδος
Παραγωγοί: Γιώργος Αρβανίτης
Φορμάτ: Ψηφιακό αρχείο
Χρώμα: Έγχρωμη
Χώρα Παραγωγής: Ελλάδα
Έτος Παραγωγής: 2020
Διάρκεια: 88΄
Επικοινωνία: qoppa film productions, Yorgos Arvanitis

Share this Article